κυρούλα

κυρούλα
η
1. γιαγιά, νόνα.
2. τιμητική προσαγόρευση γριάς γυναίκας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυρούλα — η [κυρά] 1. γιαγιά, μάμμη 2. τιμητική προσαγόρευση ηλικιωμένης γυναίκας, κυρίως τών λαϊκών τάξεων …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer …   Deutsch Wikipedia

  • λάλη — (I) λάλη, ἡ (Α) λαλιά, φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού λαλῶ]. (II) η γιαγιά, κυρούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τής παιδικής γλώσσας βλ. λαλά] …   Dictionary of Greek

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • παζαριάζω — [παζάρι] παζαρεύω («μη με πουλάς, κυρούλα μου, και μη με παζαριάζεις», δημ. τραγούδι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”